- ποτούρι
- το(λ. τουρκ.), περισκελίδα (παντελόνι) με στενά σκέλη και βράκα πίσω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ποτούρι — και πουτούρι, το, Ν είδος τουρκικού πανταλονιού με φαρδιά επάνω και στενά στο κάτω μέρος σκέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. potur] … Dictionary of Greek
πουτούρι — το, Ν βλ. ποτούρι … Dictionary of Greek
Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… … Dictionary of Greek